- κατάντλημα
- κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ]1. λουτρό2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάντλημα — douche neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλημάτων — κατάντλημα douche neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήμασι — κατάντλημα douche neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήμασιν — κατάντλημα douche neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήματα — κατάντλημα douche neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταντλήματι — κατάντλημα douche neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)